Ο σκίουρος

0
57

Δεν έχω προηγούμενα με τον σκίουρο, απεναντίας τα αγαπώ τα ζωάκια αυτά και πολλές φορές τα αφήνω και τροφή έξω από την πόρτα μου, που έρχονται την παίρνουν και ξέρω ότι ζούνε πάνω από το γκαράζ μου.

Όλο τα βλέπω αντρόγυνο με τρία μικρά.

Μάλλον η σκιουρίνα γεννάει κάθε χρόνο τρία μικρά, που μόλις μεγαλώσουν φεύγουν, γι’αυτό όλο βλέπω εγώ τρία μικρά.

Πάντοτε έρχονταν κοντά μας με θάρρος και πολλές φορές έπαιρναν από την παλάμη μας φιστίκια και καρύδια άσπαστα και κάναμε χάζι με τα παιδιά, με τι ευκολία τα άνοιγαν για να φάνε την ψίχα.

Τα καλοκαίρια η πίσω πόρτα μας ήταν πάντα ανοιχτή, αλλά ποτέ δεν μπήκαν μέσα στο σπίτι.

Φέτος όμως με τα βαριά τα κρύα, τα καημένα πάγωσαν στην κυριολεξία και δεν φαίνονταν πουθενά.

Έριξα κάτι αποφάγια στις πίσω σκάλες, με την ελπίδα, ότι θα έρθουν οπωσδήποτε ο σκίουρος ή η γυναίκα του να τα πάρουν για τα μικρά τους.

Λέω η γυναίκα του, επειδή όλο με την ίδια τον βλέπω.

Έχει τώρα μια βδομάδα που δεν φαίνονται και το χιόνι είναι περίπου εξήντα πόντους και από τη σκεπή του γκαραζιού οι σταλακτίτες κρέμονται σαν κολόνες, σαν καρυάτιδες ανάποδα.

Πριν πάνε τα παιδιά σχολείο έριξα μια ματιά στην πίσω αυλή, δεν ήταν ούτε σημάδια, ούτε ίχνη από σκίουρους.

Τότε σκέφτηκα, ότι θα ήταν καλό να τους ρίξω λίγη τροφή πάνω στο χιόνι και αυτοί θα έρχονταν οπωσδήποτε να το πάρουν.

Πήγα στην κουζίνα να πάρω λίγο ψωμί και σαλάμι για να τα πετάξω στους σκίουρους, με την ελπίδα ότι θα έρχονταν να τα πάρουν.

Ώσπου να γυρίσω πίσω, την ώρα που ήμουν έτοιμος να πετάξω το ψωμί πάνω στο χιόνι όρμησε πάνω από το κεφάλι μου ο σκίουρος και μπήκε μέσα στο σπίτι.

Ξέχασα που άφησα ανοιχτή την πόρτα και ο σκίουρος παραμόνευε και μόλις βγήκα εγώ έξω αυτός μπήκε μέσα.

Έβαλε τις φωνές η γυναίκα μου, τρόμαξε ο σκίουρος και σάλταρε στο παράθυρο, αλλά σκουντούφλησε στο τζάμι και ξανά όρμησε στο άλλο τζάμι και η γυναίκα μου να ουρλιάζει, λες και την έσφαζαν.

Τα παιδιά, στις φωνές της μάνας τους πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους και όταν συνειδητοποίησαν, ότι σκίουρος μπήκε μέσα στο σπίτι, τυλίχτηκαν τα παπλώματα και  ρωτούσαν που είναι.

Για να τα καθησυχάσω, τους είπα να πάνε στα κρεβάτια τους και εγώ θα άνοιγα την πόρτα να φύγει ο σκίουρος.

Έτσι και έκανα, άνοιξα την πόρτα να φύγει ο σκίουρος και πήρα μια πετσέτα από την κουζίνα να κυνηγήσω τον σκίουρο να φύγει.

Δεν τον έβλεπα πουθενά και όπως τον έψαχνα, τα παιδιά από την κρεβατοκάμαρα φώναζαν, έφυγε;

Όχι τους είπα τον ψάχνω, αλλά δεν μπορώ να τον βρω και κείνη την ώρα είδα την μαμά σκιουρίνα μαζί με τα μικρά της να μπαίνουν στο σπίτι από την ανοιχτή πόρτα.

Η γυναίκα μου τρελάθηκε, ήταν που ήταν λίγο τρελή απόγινε.

Δεν φώναζε, ούρλιαζε και τα καημένα τα ζωάκια κατατρομαγμένα χώθηκαν όλα κάτω από την κοιλιά της μάνας τους, για να μη τα κατασπαράξει εκείνη η χοντρή, η λέαινα.

Όχι μόνο τρόμαξαν τα σκιουράκια, και ολόκληρος λόχος από κομάντος να ήταν και αυτοί θα τρόμαζαν με τα ουρλιαχτά της γυναίκας μου.

Είδα και έπαθα να την καθησυχάσω και στο τέλος την τύλιξα με μια πετσέτα και την έσπρωξα στην κρεβατοκάμαρα των παιδιών και της είπα να μη τολμήσει να βγει έξω, μέχρι να φύγουν τα ζώα από το σπίτι.

Δυστυχώς, τα ζώα πήδηξαν πάνω στα φωτιστικά και κούρνιασαν, λες και ο στόχος τους ήταν να κάνουν κατάληψη το σπίτι μου.

Εγώ δεν είχα πρόβλημα με τους σκίουρους, δεν τους πείραζα, δεν με πείραζαν, αλλά πώς θα συμβίβαζα τους σκίουρους με την γυναίκα μου;

Που τα φοβόταν;, τα σιχαίνονταν;, και δεν τα χώνευε;

Τέλος τα παιδιά βγήκαν, πήγαν στο μπάνιο, έκαναν το πρωινό τους τα πήγα στο  σχολείο και όταν γύρισα από το σχολείο, η γυναίκα μου δεν τόλμησε να βγει έξω από την κρεβατοκάμαρα των παιδιών.

Οι σκίουροι ήταν όλοι πάνω στα φωτιστικά ήρεμοι σαν το σπίτι τους που λένε.

Είπα στη γυναίκα μου, να ηρεμήσει να μη κάνει φασαρία, να μη τρομάξουν τα ζώα και εκείνα θα φύγουν με την ησυχία τους από την ανοιχτή πόρτα.

Όχι μου είπε κλείσε την πόρτα να μη έρθουν περισσότερα μέσα, ήταν μια, ίσως η μοναδική της λογική σκέψη.

Ναι όμως πώς θα φύγουν αυτά που είναι μέσα;

Δεν είπε τίποτα.

Από τότε και για τρείς μήνες δεν άκουσα την φωνή της γυναίκας μου, συμβιβάστηκε με τους σκίουρους και σαν την καλλίτερη γυναίκα, με ησυχία χωρίς φασαρία και γκρίνια έκανε ήσυχα, ήσυχα τις δουλειές της, μαγείρευε και έβαζε στο πιατάκι των σκίουρων το φαγητό τους πάνω στο καλοριφέρ και έτσι περάσαμε μέχρι τον Απρίλη, όταν έστρωσε ο καιρός και οι σκίουροι έφυγαν από το ανοιχτό παράθυρο, ίσως να ήξεραν, ότι δεν είναι καλό να περνάς δύο φορές από την ίδια πόρτα. Τα παιδιά, ακόμη το θυμούνται πόσο ήρεμα περάσαμε εκείνον τον χειμώνα. Πότε, πότε, όταν έκανε λίγη φασαρία η γυναίκα μου τα παιδιά την απειλούσαν θα ανοίξουμε την πόρτα να μπουν οι σκίουροι, άμα δεν σταματήσεις την γκρίνια.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.