Ο ανεπιθύμητος

0
18

Του Βασίλη Τζιτζή, Σκάλα Καλλιράχης Θάσος

Οπωσδήποτε θα σας έχει τύχει να αναγκαστείτε να κάνετε την κορόιδα δίνοντας τόπο στην οργή και πνίγοντας τον θυμό σας μέσα στην καρδιά σας, για να μη κάνετε κάνα φονικό, λόγω της απαιτητικής διαθέσεως του επισκέπτου, που αναγκαστήκατε να τον δεχτείτε με μισή καρδιά.

       Το τελευταίο περιστατικό με κάποιον μακρινό μου συγγενή με αναγκάζει να γράψω αυτό το κομμάτι για να σας προλάβω από ενδεχόμενη χειρονομία, που την έπαθα σαν αρχάριος.

       Μας πήρε τηλέφωνο την Παρασκευή το απόγευμα και  μας είπε, ότι ήθελε να περάσει το Σαββατοκύριακο μαζί μας.

       Δικαιολογηθήκαμε, ότι έχουμε επισκέπτες από την Γερμανία και μας έκλεισε το τηλέφωνο.

       Ο Γιάννης ήταν ένας μακρινός ανιψιός μου από τρίτο ξάδερφο.

       Είχα να τον δω κάπου δέκα χρόνια, από τότε που πήγε στο γυμνάσιο, αλλά το τελείωσε φέτος, λόγω απουσιών και άλλων παρεκτροπών, που ντρέπομαι να τα γράψω.

       Με τον πατέρα του έχουμε πολύ καλές σχέσεις, καλός νοικοκύρης, αρχοντάνθρωπος στο χωριό με τα όλα του.

       Ένα μεράκι είχε να σπουδάσει τον μοναχογιό του, αλλά φαίνεται η μοίρα δεν ήθελε να του δώσει τέτοια χαρά.

        Τελείως απροσδόκητα ήρθε το Σάββατο το πρωί και μας έπιασε στα πράσα, ότι του είπαμε ψέματα, ότι έχουμε επισκέπτες από την Γερμανία.

        Το ήξερα μας είπε, ότι μου λέγατε ψέματα και γι’ αυτό ήρθα να επιβεβαιωθώ, ότι ήμουν ανεπιθύμητος.

        Θέλοντας και μη αναγκαστήκαμε να του παραχωρήσουμε το δωμάτιο που υποτίθεται προορίζονταν για τους γερμανούς, που τους έτυχε κάτι απρόοπτο και δεν ήρθαν και δεύτερο ψέμα πάνω στο πρώτο.

       Τώρα καταλαβαίνω γιατί έκανε δέκα χρόνια να τελειώσει το γυμνάσιο ο Γιάννης.

       Ήταν ένα πνεύμα αντιλογίας, που ότι να του έλεγα εγώ, εκείνος υποστήριζε το αντίθετο.

       Έκανε τον διανοούμενο με αβάσιμα στοιχεία και σε λίγο έλεγε τα αντίθετα, από ότι ήθελε να πει και μπερδευόταν στις δικές του σκέψεις χωρίς συνοχή και νόημα.

       Ότι έλεγα εγώ ήταν παλαιό και άχρηστο.

       Όταν του μίλησα για την ευημερία της Αμερικής, μου απάντησε, η Αμερική θα ήταν καλλίτερη αν δεν ήταν η Αμερική.

       Μετά από αυτό δεν έκανα καμία συζήτηση, διότι κατάλαβα, ότι πολύ γρήγορα τελείωσε το γυμνάσιο σε δέκα χρόνια.

       Μετά δύο μέρες παρουσιάστηκε μια κοπέλα και ρώτησε αν ο Γιάννης ήταν εδώ.

–     Είπα ναι και πέρασε μέσα με φούρια, λες και την περιμέναμε.

      Σε λίγο βγήκε ο Γιάννης να δει τι γίνετε και μόνο που δεν έβγαλαν τα μάτια τους μπροστά μας.

      Δεν κράταγε τίποτα μαζί της, ούτε ένα μαντηλάκι να σκουπίσει την μύτη της.

      Στη συνέχεια δημιουργήθηκε θέμα, επειδή ο Γιάννης ήθελε να την πάρει στο δωμάτιό του.

      Αντέδρασα, διότι φοβόμουν οι γονείς του κοριτσιού να μη με κατηγορήσουν, ότι σπίτωσα την κόρη τους με τον ανιψιό μου και τους πρόσφερα ερωτικό άσυλο.

      Βέβαια στον ανιψιό μου δεν άρεσε η χειρονομία μου, αλλά στο θέμα να είναι στο ίδιο δωμάτιο πάτησα πόδι και τα κατάφερα.

     Δυστυχώς για μένα και για τους χωριανούς μου τα αίσχη που είδαμε ξεπερνούν κατά πολύ και την πιο τολμηρή τσόντα.

     Ακόμη και στο χείλος του πηγαδιού έκαναν τις πιο απίθανες ερωτικές τους πράξεις και φοβόμουν να μη πέσουν μέσα και πνιγούν, πράγμα που πολύ θα το ήθελα.

     Σε λίγο σχεδόν όλο το χωριό μαζεύτηκε εκεί γύρω στον φράχτη και χάζευαν το θέαμα λες και ήταν δωρεάν υπαίθριος κινηματογράφος ερωτικών σκηνών.

     Φυσικά αυτό με εξαγρίωσε και έκανα αυστηρές παρατηρήσεις στον ανιψιό μου, αλλά ούτε σημασία μου έδωσε, απλώς μου είπε, ότι τα κάνω από ζήλεια, επειδή δεν είμαι στην θέση του.

     Όλη αυτή την περιπέτεια ήθελα να την γράψω για την εφημερίδα, επειδή τέτοια γεγονότα δεν συμβαίνουν κάθε μέρα.

     Πολλά βράδια το κορίτσι κυκλοφορούσε στην αυλή ολόγυμνη μέχρι να στεγνώσει το βρακί της στο σύρμα.

    Με την γυναίκα μου φτάσαμε στα όριά μας και αποφασίσαμε να τους το πούμε, ότι έπρεπε  να φύγουν και προσπαθούσαμε να βρούμε τα κατάλληλα λόγια, ότι ήταν ανεπιθύμητοι.

     Το πράγμα όμως ήρθε από μόνο του.

     Ο ανιψιός μου πήγε και άνοιξε  τον υπολογιστή μου και διάβασε το κείμενο που είχα γράψει για την εφημερίδα ο ανεπιθύμητος και μου είπε, σα δεν ντρέπεσαι θείε, είχες στο μυαλό σου να με διώξεις και δεν μου το έλεγες στα ίσα σαν άντρας;

    Τα λόγια του με κεραυνοβόλησαν και το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι μου, χωρίς να χάσω καιρό τρέχω στην αποθήκη αρπάζω την καραμπίνα και ρίχνω μια στο αέρα και έξαλλος φωνάζω αν σε ένα λεπτό δεν εξαφανιστείτε από το σπίτι μου σας έφαγα.

     Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε.

Ούτε που πρόλαβα να τελειώσω την φράση μου και έγιναν καπνός και οι δύο, αφήνοντας πίσω τα βρακιά τους για να τους θυμάμαι.

Αμέσως πήρα τηλέφωνο τον πατέρα του Γιάννη για να ζητήσω συγγνώμη για την πράξη μου.

     Ο άνθρωπος με κατανόησε και μου είπε μπράβο ρε ξάδερφε, αυτό χρειαζόταν στο γιό μου, διότι έχει ξεφύγει από τα ανθρώπινα όρια και είμαι πολύ απελπισμένος.

     Δυστυχώς ξάδερφε δεν είσαι μόνος.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.