Ο γαμπρός μου ο Βασίλης

0
16

Του Βασίλη Τζιτζή, Σκάλα Καλλιράχης Θάσος

Επειδή δεν θέλω να τον προσβάλω τον γαμπρό μου, άλλαξα το όνομά του και έβαλα το δικό μου αντί για το δικό του.

         Όλα μπορεί να συμβούν και να παρεξηγηθεί το παιδί και άντε να ξεμπλέξεις με ένα παιδί σαν τον Βασίλη, που είναι όλο θυμωμένος και έτοιμος να τα κάνει όλα γυαλιά καρφιά, με το παραμικρό.

        Το πώς έγινε γαμπρός μου είναι μια παράξενη ιστορία, δηλαδή κάτι πολύ απλό μέσα στα τόσα παλικάρια που γνώρισε η κόρη μου διάλεξε αυτόν.

        Στη συνέχεια θα σας τον περιγράψω για να πάρετε μια ιδέα περί τίνος πρόκειται.

        Πρώτα, πρώτα είναι διωγμένος από το σπίτι του.

        Ο πατέρας του τον έδιωξε από το σπίτι, επειδή δεν ήθελε να πάει στη δουλειά, ούτε στο σχολείο και όλη μέρα κοιμόταν και όλη νύχτα ξενύχταγε στις καφετέριες με τράκες από τον έναν και τον άλλον, που όποιος τον έβλεπε έφευγε από το μαγαζί να αποφύγει την τράκα.

      Όταν πρώτο μπήκε στο σπίτι μου, έκανε τον σοβαρό και τον βαρύ και μιλούσε λες και είχε βγάλει την Οξφόρδη.

      Κράταγε έναν τουπέ που ούτε πρόσεχε τι τον ρώταγα για τους γονείς του και άλλαζε κουβέντα όταν τον ρώταγα για την δουλειά του και για τα όνειρά του.

      Αντί για απάντηση μου είπε με βλέπετε να κοιμάμαι; Για να σας πω για τα όνειρά μου;

      Τον ρώτησα για την δουλειά του και μου απάντησε ότι ψάχνει.

      Η κόρη μου συμπλήρωσε, ότι βρίσκει δουλειές, αλλά δεν βρήκε ακόμη εκείνη που του αρέσει.

     Η κόρη μου, μου είπε ότι είναι είκοσι οχτώ χρονών και δεν έχει κάνει ούτε ένα μεροκάματο.

     Εκείνη τη στιγμή ήθελα να δείρω την κόρη μου, αλλά είπα στον εαυτό μου να μη ξευτελιστούμε στον γαμπρό μας και δείξουμε την καλή διαγωγή μας.

     Και όσο ήθελα να μάθω για τον γαμπρό μου, τόσο απέφευγε η κόρη μου να μου δίνει απαντήσεις.

     Τι σε κάνει τόσο περίεργο να μάθεις για το αγόρι μου.

      Βρε  παιδί μου αν δεν ενδιαφερθώ εγώ, ποιος θα ενδιαφερθεί για το καλό σου;

     Γιατί έδιωξες τον Θανάση με τέτοια καλή δουλειά και από οικογένεια με καλό όνομα;

     Γιατί τα χάλασες με τον Νίκο που δουλεύει στην εφορία και έχει λαμπρό μέλλον;

–    Ούφ και σύ λές και σύ θα τον παντρευτείς και με ρωτάς το γιατί με τον έναν και τον άλλον;

Όλοι αυτοί που είπες είναι λαπάδες και νοικοκυρόπουλα, δεν είναι για μένα. Εγώ θέλω άντρα να έχει κάτι ξέχωρο. Δεν μπορείς να με καταλάβεις και θα κάνεις καλά να μην κάνεις άλλες ερωτήσεις στον Βασίλη, γιατί τον ερεθίζεις.

     Το ξέρω ότι ζούμε σε μια κοινωνία, ανώμαλης νεολαίας ή μήπως εμείς ήμασταν ανώμαλοι και παντρευτήκαμε και κάναμε οικογένειες και αγωνιζόμαστε να αποκαταστήσουμε τα παιδιά μας να ζήσουν καλλίτερα από μας, αλλά βλέπω ότι άδικα προσπαθώ να αποκαταστήσω την κόρη μου, που την έχω μοναχοπαίδι, αλλά μου έβγαλε την Παναγία να την παρακαλώ επί τέλους ας διαλέξει έναν άνθρωπο έστω και με μορφή ζώου, για να προλάβω να δω εγγόνια.

     Του κάκου όλες μου οι νουθεσίες πάνε στον βρόντο και ντρέπομαι να το ομολογήσω ότι μέχρι σήμερα η κόρη μου θα πήγε με διακόσιους άνδρες… και δεν κατάφερε να βρει έναν που να της αρέσει και να παντρευτούνε.

    Έφερε αυτόν τον βαρύ που δεν σηκώνει κουβέντα και έτσι όπως πάμε, σίγουρα θα καταλήξουμε στη φυλακή εγώ, διότι ο πόνος μου για το παιδί μου, που φταίει με εμποδίζει να συμπεριφερθώ ποιο διαφορετικά.

     Όταν ρώτησα τον Βασίλη τι δουλειά κάνει ο πατέρας του, μου απάντησε πώς έχει να τον δει έξι χρόνια και δεν τον ενδιαφέρει.

     Και πώς ζείς; Τον ρώτησα.

–    Από καμιά τράκα και από γκόμενες.

     Και υπάρχουν τόσες γκόμενες να σπιτώνουν τόσους ακαμάτηδες σαν και σένα;

     Γύρισε θυμωμένος και με κοίταξε άγρια και μου είπε, τόσες που δεν τις προλαβαίνω όλες.

     Εκείνη τη στιγμή κάτι έσπασε μέσα μου, κάτι άγριο και φονικό.

     Η γυναίκα μου από την δική της θέση είπε στην κόρη μου, ότι τελευταία παρουσιάζω συμπτώματα παραφροσύνης και συνέχεια κάνω σκοποβολή στην αυλή με την καραμπίνα και τάχα ότι είπα στη γυναίκα μου να μου ετοιμάσει τον μπόγο με τα ρούχα μου για την φυλακή.

     Όταν τα άκουσε η κόρη μου, με ρώτησε, είναι αλήθεια πατέρα ότι παθαίνεις τέτοιες κρίσεις;

     Ναι της είπα και μάλιστα τώρα πάω να πάρω την καραμπίνα και να κάνω φόνο.

     Με κοίταξε στα μάτια και ρώτησε, δηλαδή δεν σου αρέσει ο Βασίλης;

     Ο Βασίλης είναι ο διακοσιοστός, μέχρι πότε νομίζεις ότι θα περιμένω να βρεις τον σωστό τον άντρα και να κάνεις οικογένεια και παιδιά;.

     Μέχρι πότε θα σε βλέπω σαν κόρη μου να σε λυπάμαι για τον κακό δρόμο που πήρες;

     Δεν με λυπάσαι που θυσιάστηκα για σένα εγώ και η μάνα σου και εσύ να μας παίζεις στα δάχτυλά σου με τον μοντερνισμό σου; Έχω φτάσει σε τέτοιο σημείο που αν μου ξανακουβαλήσεις  άλλον Βασίλη πάει τον έφαγα και θα πεθάνω στη φυλακή και εκείνη τη στιγμή άρπαξα την καραμπίνα και είπα στον Βασίλη, αυτό το σπίτι δεν κάνει για σένα και αν δεν εξαφανιστείς σε δύο λεπτά στην άναψα. Λαγός έγινε ο λεβέντης. Συγγνώμη που τα γράφω έτσι, αλλά έτσι έγινε και βρήκα την ησυχία μου και από τότε κανένας τρακαδόρος δεν κόλλησε στην κόρη μου, διότι όλες οι κεφετέριες το έμαθαν, ότι ο πατέρας της κόρης μου τρελάθηκε και η κόρη μου έγινε καλό κορίτσι. Μακάρι και να δω εγγονάκια.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.